-
1 κάθετος
[катетос] ουσ. θ. (μα#) перпендикулярΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάθετος
-
2 κάθετος
[катэтос] εκ. перпендикулярный, вертикальный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάθετος
-
3 вертикаль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертикаль
-
4 вертикальный
-
5 перпендикулярный
-
6 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
-
7 вертикал
астр., нгв. о κάθετος/κα-τακόρυφος κύκλοςпервый - πρώτος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертикал
-
8 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
9 катет
мат. η κάθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катет
-
10 киль
1. мор. η τρόπιδα, η καρίνα 2. (летательного аппарата) το κατακόρυφο σταθερό (ζυγοσταθμιστής) του αεροσκάφουςη όρθια τρόπιδα του αεροπλάνου3. астр. о αστερισμός της Τρόπιδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киль
-
11 медиатриса
(мат) η μέση κάθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > медиатриса
-
12 нормаль
1. (прямая к кривой, перпендикулярная к касательной в данной точке) η κάθετος 2. (нормативно-технический документ) η προδιαγραφήτο στάνταρτ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормаль
-
13 пароперегреватель
ο υπερθερμαντήρας ατμούосновной - βασικός -, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пароперегреватель
-
14 перпендикулярность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перпендикулярность
-
15 поперечный
εγκάρσιος, κάθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поперечный
-
16 пусковая установка
ο εκτοξευτής, η εγκατάσταση εκτόξευσηςвертикальная - κατακόρυφος-, κάθετος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пусковая установка
-
17 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
18 стойка
1. (в теории механизмов и машин) το στήριγμα, το έρεισμα 2. (элемент конструкции) ο στύλος, ο ορθοστάτης, о πάσσαλος, το έρεισμα, ο πάγκος (ξεν.)леерная - мор. о ακραίος ορθοστάτης/το στυλίδιο του ρελιούполосовая мор. - από έλασμαпостоянная - мор. σταθερός -промежуточная - мор. ενδιάμεσος -съёмная леерная - мор. εξαρ-μόσιμος - του ρελιούтентовая - мор. το στήριγμα της σκηνής (τέντας)трубчатая мор. - σωληνωτός -фальшбортная мор. - το στήριγμα/στύλος του δρυφάκτου, разг. το πουντέλι3. (при-лавок) το πάσο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стойка
-
19 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр
-
20 вертикаль
вертикальж ἡ κάθετος, ἡ κατακόρυφος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάθετος — let down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο επίρρ. α 1. ο αφημένος προς τα κάτω, αυτός που κρέμεται από κάποιο σημείο και διευθύνεται κατακόρυφα προς το έδαφος: Η φράση των αρχαίων «κάθετος μόλυβδος» σήμαινε μια μολύβδινη βολίδα που δενόταν στο άκρο σκοινιού και πεταγόταν στη θάλασσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ … Dictionary of Greek
κάθετος ρυθμός — Η τρίτη φάση της εξέλιξης της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, που αντικατέστησε τον φλογωτό ή φλογοειδή ρυθμό κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση παράλληλων ξύλινων ράβδων επάνω στα παράθυρα… … Dictionary of Greek
δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση: όπου η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται … Dictionary of Greek
καθέτω — κάθετος let down masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάθετος let down masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καθέτης portcullis masc gen sg (attic epic ionic) καθίημι let fall aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέτως — κάθετος let down adverbial κάθετος let down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθετον — κάθετος let down masc/fem acc sg κάθετος let down neut nom/voc/acc sg καθίημι let fall aor imperat act 2nd dual καθίημι let fall aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέτοις — κάθετος let down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)